μυλιοβατίς

μυλιοβατίς
η
ζωολ. γένος χονδριχθύων τής οικογένειας myliobatidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. miliobatis (< μυλίας < μύλη + βατίς «είδος ψαριού»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αετός — Ονομασία πολλών ημερόβιων αρπακτικών πτηνών, που έχουν προικιστεί με οξύτατη όραση και με κυρτό και γαμψό στην άκρη ράμφος. Τα πόδια του α. έχουν τέσσερα δάχτυλα, τρία μπροστά και ένα πίσω, με νύχια αγκιστροειδή, με τα οποία αρπάζει και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”